κάματος

κάματος
ο (AM κάματος)
1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.)
2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. το όργωμα τών αγρών
2. η εργασία τών μελισσών για την παρασκευή και την πλήρωση τής κηρήθρας
3. οι κηρήθρες τών μελισσών
4. η κατεργασία τού μαλλιού για κλώσιμο
5. η κατεργασία τού μαλλιού για γνέσιμο και το ίδιο το μαλλί, το έριο
6. η κατασκευή τού τυριού από τον κτηνοτρόφο, τυροκομία
μσν.
1. γεν. εργασία
2. τόκος από δανεισμό χρημάτων
αρχ.
1. ασθένεια, αρρώστια
2. αυτό που αποκτάται, που κερδίζεται με επίπονη εργασία, τα «κόπια» («ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον... ἔδουσιν», Ομ. Οδ.)
3. οι πόνοι τού τοκετού, ωδίνες
4. οι πόνοι τής αρρώστιας
5. βάσανα, ταλαιπωρίες («οὐδεποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι», Σοφ.)
6. φρ. α) «τόρνου κάματος» — κατασκευασμένο με τον τόρνο
β) «κάματοι μελίσσης» — το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάμă-τος συνδέεται με το ρ. κάμ-νω, -καμον και προέρχεται από ρίζα καμă-, που αποτελεί την απαθή και συνεσταλμένη μορφή αρχικής δισύλλαβης ρίζας *καμᾱ-. Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. sami-tar «αυτός που παρασκευάζει, ετοιμάζει».
ΠΑΡ. καματεύω, καματηρός
αρχ.
καματώ, καματώδης
μσν.
καματηδόν, καματιά
μσν.- νεοελλ.
καματερός
νεοελλ.
καματάρης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καματηφόρος, καματουργία
νεοελλ.
καματογόνος. (Β' συνθετικό) ακάματος
αρχ.
ευκάματος, πολυκάματος
νεοελλ.
μεροκάματο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάματος — toil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάματος — ο κόπωση, κούραση: Έπεσε κάτω από τον κάματο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμάτοιο — κάματος toil masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοις — κάματος toil masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοισι — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοισιν — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτου — κάματος toil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτους — κάματος toil masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτων — κάματος toil masc gen pl καματάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καματάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτως — κάματος toil masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”